mandate$46637$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

mandate$46637$ - translation to ελληνικό

AUTHORITY GRANTED BY A CONSTITUENCY TO ACT AS ITS REPRESENTATIVE
Democratic mandate; Electoral mandate; Mandate administration

mandate      
n. εντολή, διαταγή, πληρεξούσιο

Ορισμός

mandatory

Βικιπαίδεια

Mandate (politics)

In representative democracies, a mandate is the authority granted by a constituency to act as its representative. Elections, especially ones with a large margin of victory, are often said to give the newly elected government or elected official an implicit mandate to put into effect certain policies. When a government seeks re-election they may introduce new policies as part of the campaign and are hoping for approval from the voters, and say they are seeking a "new mandate". Governments and elected officials may use language of a "mandate" to lend legitimacy to actions that they take in office.

In some languages, a "mandate" can mean a legislative seat won in an election rather than the electoral victory itself. In case such a mandate is bound to the wishes of the electorate, it is an imperative mandate, otherwise it is called "free".